τσόχα — η, Ν 1. είδος μάλλινου υφάσματος 2. μτφ. α) (για πρόσ.) πονηρός, κατεργάρης («σού είναι μια τσόχα») β) η χαρτοπαιξία 3. φρ. α) «ούτε την τσόχα θα χάσω ούτε τα ραφτικά» δεν έχω να χάσω τίποτε β) «τί πληρώνει; την τσόχα ή τα ραφτικά;» λέγεται όταν… … Dictionary of Greek
Ypogeia Revmata — Infobox musical artist | Name = Ypogeia Revmata Landscape = no Img capt = Background = group or band Origin = flagicon|Greece Athens, Greece Genre = Rock Greek rock Alternative rock Progressive rock Acoustic Hard rock Blues rock Years active =… … Wikipedia
Yánnis Papaioánnou — Γιάννης Παπαϊωάννου Naissance 1913 Cius (actuelle Turquie) Décès 1972 Grèce … Wikipédia en Français
κάνω — και κάμνω (AM κάμνω, Μ και κάνω) κατασκευάζω, δημιουργώ, φτειάχνω (α. «δεν τήν έκανες καλά τη βιβλιοθήκη» β. «οὐδ ἄνδρες νηῶν ἔνι τέκτονες, οἵ κε κάμοιεν νῆας ἐϋσσέλμους», Ομ. Οδ.) νεοελλ. 1. επιχειρώ κάτι, προσπαθώ ή αρχίζω μια ενέργεια (α.… … Dictionary of Greek
να — (I) (Μ νά και νάν και νέ) (σύνδ.) 1. (τελικ.) για να, με σκοπό να (α. «τόν έστειλα να πάρει κρασί» β. «θα πάω να τόν βρω») 2. (υποθ.) εάν, αν (α. «να τό ήξερα, θα στό λεγα» β. «στερνή μου γνώση να σ είχα πρώτα», παροιμ. φρ.) 3. (εναντ.) και αν… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… … Dictionary of Greek
ξεχειλώνω — ξεχείλωσα, ξεχειλώθηκα, ξεχειλωμένος 1. μτβ., κάνω κάτι να χαλαρώσει: Τράβα, τράβα το ξεχείλωσες το ρούχο σου. 2. αμτβ., διανοίγομαι στις άκρες, ώστε να χάσω τη φόρμα μου: Ξεχείλωσε το πουλόβερ σου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)